- διέρρεε
- διαρρέωflow throughimperf ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κολχίδα — I Περιοχή της Ασίας κατά την αρχαιότητα. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν η πατρίδα της Μήδειας, ενώ σε αυτή την περιοχή οι Αργοναύτες αναζήτησαν το Χρυσόμαλλο δέρας. Βρισκόταν Α του Εύξεινου Πόντου και Ν του Καυκάσου και τη διέρρεε ο ποταμός Φάσης.… … Dictionary of Greek
Ιλισός — Αρχαίος ποταμός της Αθήνας. Συνδέεται με τη μυθολογία, τις παραδόσεις και την ιστορία της. Ο Ι., ο πιο ονομαστός ποταμός μαζί με τον Κηφισό, πήγαζε από τον Υμηττό, διέρρεε το νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης και εξέβαλλε στο Φάληρο. Όπως αναφέρει ο … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Λυδία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Μικράς Ασίας, στα δυτικά της παράλια και προς το Αιγαίο. Οριζόταν στα Β από τη Μυσία, στα Α από τη Φρυγία, στα Ν από την Καρία και στα Δ από την Ιωνία. Το ανατολικό μέρος της Λ. διέρρεε ο Έρμος ποταμός. Κατά την… … Dictionary of Greek